έμβοθρος

έμβοθρος
ἔμβοθρος, -ον (Α)
αυτός που έχει βόθρο, λάκκο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἔμβοθρον — ἔμβοθρος like a pit masc/fem acc sg ἔμβοθρος like a pit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόθρος — ο (AM βόθρος) νεοελλ. βαθύς σκεπασμένος λάκκος όπου διοχετεύονται και συγκεντρώνονται ακαθαρσίες αρχ. μσν. λάκκος, όρυγμα στο έδαφος αρχ. κοιλότητα σε βράχο για το πλύσιμο των ρούχων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βόθρος (με επίθημα * ro ), αποτελεί λέξη ήδη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”